- πάλσις
- πάλσις, ἡ (Α) [πάλλω]1. το να πάλλει κάποιος κάτι, κραδασμός2. αστραπιαία κίνηση3. η παλμική κίνηση τής καρδιάς4. (στον Επίκουρο) εσωτερική δόνηση, παλμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πάλσις — πάλσῑς , πάλσις rapid motion fem acc pl (epic doric ionic aeolic) πάλσις rapid motion fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάλσιν — πάλσις rapid motion fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάλσεως — πάλσεω̆ς , πάλσις rapid motion fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)